O καλλιτέχνης που ζωγράφιζε τα αλφαβητάρια της παιδικής μας ηλικίας
Σαββατόβραδο, κι ας φύγουμε λίγο απ’ όλα αυτά που μας πνίγουν και στερούν το γέλιο μας, ακόμα και το χαμόγελό μας…
Πάμε μια βόλτα στα παλιά… εμείς οι πιο νεώριμοι…
Σ΄εκείνα τα χρόνια τα μαθητικά μας… να ξαναζήσουμε με την νοσταλγία κάποιες άλλες εποχές, ποιο αθώες, πιο όμορφες, πιο ανέμελες…
Τότε που κανείς μας δεν μπορούσε να φανταστεί τι μας περιμένει…
Τότε που εμείς σαν παιδιά παίζαμε και μαθαίναμε από κείνα τα παλιά αναγνωστικά που είχαν ψυχή, και άρωμα μιας άλλης Ελλάδας…
Πάμε να ξαναγίνουμε παιδιά, έστω και για λίγο… έστω και μέσα από τις εικόνες…
Τις εικόνες που ποτέ δεν έσβησαν από την ψυχή και την σκέψη μας… εικόνες που δεν μπορεί να μας πάρει κανείς, γιατί τις αγκάλιασε η ψυχή μας και τις έβαλε στα πιο φωτεινά της δώματα…
Καλλιόπη Σουφλή
Ο Κώστας Γραμματόπουλος γεννήθηκε στην Αθήνα το 1916. Σπούδασε ζωγραφική στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών κατά τα έτη 1934-1940, με καθηγητή τον Ουμβέρτο Αργυρό και χαρακτική με τον Γιάννη Κεφαλληνό.
Παράλληλα με τις σπουδές του, εργαζόταν για να εξασφαλίσει τα προς το ζην στο λιθογραφείο του Β. Παπαχρύσανθου, στο οποίο ασχολείτο με την εικονογράφηση των βιβλίων. Ο ίδιος είχε πει: «Περίπου το 1944, προς το τέλος της κατοχής, έκανα για πρώτη φορά, το πρώτο μου βιβλίο, τη Γαλήνη του Βενέζη. […] ΄Ητανε σε πλάγιο ξύλο. Μου άρεσε πάντοτε το πλάγιο ξύλο διότι η χάραξη είναι πιο ζωντανή και πιο ελεύθερη. Αποφεύγονται οι πολλές λεπτομέρειες, (εννοεί: αποφεύγονται) οι τόνοι οι πολύ λεπτοί όπως είναι με το burin, που το burin, στο όρθιο ξύλο, πολλές φορές θυμίζει καλλιγραφία. Βέβαια δεν μπορούσα μεταχειριστώ το vélo διότι αυτό δεν ήταν εύκολο να τυπωθεί […] και ήτανε πολύ κατάλληλο το πλάγιο ξύλο, βέβαια παρα-πολύ καλό ξύλο, σκληρό, κελεμπέκι, […]».
Στη συνέχεια, το 1954, έφυγε με κρατική υποτροφία στο Παρίσι όπου συνέχισε τις σπουδές του παρακολουθώντας μαθήματα χαλκογραφίας στο Εργαστήριο Edouard- Joseph Goerg, ξυλογραφίας στο Εργαστήριο Robert Cami, γραφικές τέχνες στο Τεχνικό Κολλέγιο Estienne και διακοσμητική στη Σχολή Εφαρμοσμένων Τεχνών, κατά το διάστημα των χρόνων μεταξύ 1955-58.
Επιστρέφοντας από το Παρίσι, ο Γραμματόπουλος εξέθεσε για πρώτη φορά στην Ελλάδα το 1958 στην γκαλερί «Σαρλά», το κοινό όμως έχει έρθει σε επαφή με τα χαρακτικά του ήδη από τα χρόνια του ’40, όταν χάραξε για τη «Νέα Εστία» πορτρέτα σύγχρονων λογοτεχνών αλλά και όταν αναλαμβάνει την εικονογράφηση για το «Αλφαβητάριο Τα Καλά Παιδιά» του Οργανισμού Εκδόσεως Σχολικών Βιβλίων. Διαμόρφωσε το μορφοπλαστικό λεξιλόγιό του στα τέλη της δεκαετίας του ’50, σε μια εποχή όπου η ελληνική χαρακτική γνώριζε εντυπωσιακή άνθηση συμπορευόμενη με την αλματώδη ανάπτυξη της τυπογραφίας. Αποδεσμευμένος από το βιβλίο και έχοντας πλέον κατακτήσει απόλυτα τα τεχνικά μέσα του, ο δημιουργός εγκατέλειψε σταδιακά τις ασπρόμαυρες ξυλογραφίες και χαλκογραφίες και στράφηκε στις μεγάλες επιφάνειες όπου τα γαλάζια, τα γκρίζα και τα γαιώδη χρώματα, «χρώματα εγκεφαλικά» σύμφωνα με τον Παντελή Πρεβελάκη, συναντούν τη σχεδιαστική δύναμή του και τη λιτότητα της φόρμας του. Η μορφή των έγχρωμων ξυλογραφιών του καθορίζεται από έναν δικής του επινόησης «λυρικό-αναλυτικό κυβισμό», όπως τον ονομάζει η επιμελήτρια της Εθνικής Πινακοθήκης Μαριλένα Κασιμάτη, ο οποίος βρίσκει την πληρέστερη έκφρασή του τη δεκαετία του ’70, όταν οι πλάκες από λειασμένο ξύλο αντικαθίσταντο από τη φθηνή σανίδα, υλικό μαλακό που του επέτρεψε να κινηθεί με άνεση στον χώρο των μνημειακών, ασυνήθιστων στην τέχνη της χαρακτικής, ξυλογραφιών.
Ο Γραμματόπουλος αντλούσε συνήθως τη θεματική του από τον κόσμο της μυθολογίας και, πρωτίστως, από το ελληνικό τοπίο δίνοντάς μας, όπως γράφει χαρακτηριστικά η διευθύντρια της Εθνικής Πινακοθήκης Μαρίνα Λαμπράκη-Πλάκα,μια «πρωτότυπη εκδοχή της νεότερης ελληνικής τοπιογραφίας», από την οποία δεν απομένει «παρά μονάχα το απόσταγμα της αίσθησης, της συγκίνησης, μετουσιωμένο σε αφηρημένες γραμμές, ρυθμούς και χρώματα». Η επιδεξιότητα με την οποία ο Γραμματόπουλος χειρίστηκε το φως μέσα από το λευκό χρώμα προσδίδει στις συνθέσεις του ένταση δραματική αλλά και μια μεταφυσική διάσταση που έρχεται να εξισορροπήσει την «αταραξία» που, σύμφωνα με τους θεωρητικούς της τέχνης, διατρέχει το σύνολο του έργου του.
Το 1959 διορίστηκε καθηγητής του Εργαστηρίου Χαρακτικής στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών, όπου δίδαξε ως το 1985 και είχε φοιτητές που έγιναν καλλιτέχνες πρώτης γραμμής. Υπήρξε καταξιωμένος και πολυβραβευμένος, σπουδαίος μάστορας και ανανεωτής της χαρακτικής, με ξυλογραφίες τεραστίων διαστάσεων και με ειδικής επινόησης χρωματικές κλίμακες που βραβεύθηκαν διεθνώς.
Παρόλη τη βαθιά επιρροή των δασκάλων του, ο Γραμματόπουλος κατόρθωσε πολύ γρήγορα να προχωρήσει σε ένα προσωπικό ιδίωμα στη χαρακτική του, ιδιαίτερα προς μια κατεύθυνση στην οποία κάνει εντύπωση ο πλούτος της εκφραστικής του γλώσσας και η ποιότητα των διατυπώσεων του. Εκτός από την εξαιρετικά γόνιμη διδασκαλία του, είχε δώσει και ένα μεγάλο αριθμό χαρακτικών τόσο σε ελεύθερα έργα όσο και στην εικονογράφηση βιβλίων με την τεχνική της ξυλογραφίας και της λιθογραφίας.
Κυρίαρχη ιδέα του έργου του ήταν η αναζήτηση της διαφάνειας της χαρακτικής εργασίας. Το κεντρικό σχήμα των ιδεών του Γραμματόπουλου συνοψίζεται στην πεποίθησή του για την προτεραιότητα της τεχνικής, στην αναζήτησή του να συνδέσει τη μορφοπλαστική αντίληψη του έργου του με μια λειτουργική σχέση ως προς τη μέθοδο της παραγωγής του και, τέλος, να αναζητήσει τη δημιουργία νέων μορφών από νέα τεχνικά μέσα (ύλη, εργαλεία και ιδέα σε ένα σύνολο). Όπως ο ίδιος είχε πει: «Το κίνητρο διαμόρφωσης (εννοεί: του χαρακτικού έργου) […] είναι η βούληση του καλλιτέχνη που προέρχεται ταυτόχρονα από την ύλη, από το εργαλείο και από την πλαστική ιδέα και από τα τρία (εννοεί: μαζί) και όχι από την ύλη που χρησιμοποιήθηκε για να γίνει το προσχέδιο της χαρακτικής»
Οι απόψεις του ήρθαν σε αντίθεση με τη διδασκαλία του Κεφαλληνού στη χαρακτική, για το λόγο πως ο Γραμματόπουλος θεωρούσε ότι η ύλη και η τεχνική του έργου θα πρέπει να φαίνονται, ενώ ο Κεφαλληνός θεωρούσε πως το χαρακτικό έργο έχει ως απώτερο αντικείμενο την επιδίωξη να επιτύχει το αποτέλεσμα μιας άλλης τεχνικής.
Είναι γεγονός πως το έργο του, στο τομέα της ξυλογραφίας αποτελεί χαρακτηριστική τομή. Αρχικά απαλλάχτηκε από τα παραδοσιακά και δύσχρηστα μέσα της ξυλογραφίας με την απλοποίηση της ύλης και της τεχνικής της, καταργώντας τη χρήση του προετοιμασμένου ξύλου για τη χάραξη, όρθιου και πλάγιου, και κατ’ επέκταση καταργώντας τα τεχνικά εργαλεία. Χρησιμοποίησε τη σανίδα, ένα υλικό φτηνό και εύχρηστο που επιτρέπει τα μεγάλα μεγέθη και αφήνει μεγαλύτερη μορφοπλαστική ελευθερία.
Μετά τη χρήση της σανίδας, που χαράζεται εύκολα και κυρίως δεν έχει κόστος, ο Γραμματόπουλος δίδαξε ένα άλλο τεχνικό σύστημα, που είναι η επέμβαση χρωματικών επιφανειών στην ξυλογραφία. Σε αυτό, η εικόνα δημιουργείται από την αλληλοπαρεμβολή τριών βασικών χρωμάτων στο σχηματισμό μιας σύνθεσης και με την επίθεση, χωρίς χάραξη, μιας διαχωριστικής γραμμής ή πολλών διαχωριστικών γραμμών, που ορίζουν το σχέδιο. Αυτή η επίθεση γίνεται με την εκτύπωση μιας λευκής ζώνης ή πολλών λευκών ζωνών που υπερκαλύπτουν τα χρώματα. Με αυτόν τον τρόπο πέτυχε την πραγματοποίηση ενός έργου που δεν προκύπτει από το χάραγμα μιας επιφάνειας, αλλά συνδέεται με μια τεχνική ανακάλυψη της ικανότητας του άσπρου να υπερκαλύπτει ορισμένες περιοχές και να αφήνει λεπτά περάσματα –τονικές διαβαθμίσεις. Αυτή η ανακάλυψη είχε ως αποτέλεσμα τη δημιουργία μιας λάμψης και τη δημιουργία μαλακών περασμάτων από τα φωτεινά στα σκούρα σημεία του έργου. Με αυτή τη διαδικασία διαμορφωνόταν μια ζωγραφικότητα (ζωγράφιζε με τη χαρακτική) και μια πλαστικότητα στο χαρακτικό του έργο με λύσεις καθαρά χαρακτικές, κάτι που δεν έδινε ούτε το πλάγιο ούτε το όρθιο ξύλο.
Χαρακτηρίστηκε ως «ο χαράκτης και ζωγράφος του Αιγαίου, με ονειρικά πλάνα που αλληλοκαλύπτονται σαν πέπλα πάνω από τη θάλασσα μαζί με μυθικές μορφές». Σημαντική στιγμή στο έργο του ήταν όταν φιλοτέχνησε αφίσες του ελληνοϊταλικού πολέμου του 1940, το εθνόσημο της Δημοκρατίας το 1974 και, όπως είπαμε, το πασίγνωστο «Αλφαβητάριο» του 1949, που λατρεύτηκε και εκδόθηκε επανειλημμένως. Για το «Αναγνωστικό» αυτό έγραψε ο Γιάννης Τσαρούχης: «Αυτό το βιβλίο και μια αφίσα του ΕΑΜ μου έδωσαν χαρά και ελπίδα. Ευχαριστώ τον Γραμματόπουλο». Φιλοτέχνησε επίσης δημοφιλή στον παιδόκοσμο «Κλασσικά Εικονογραφημένα» («Περσέας και Ανδρομέδα», «Θησέας και Μινώταυρος» κ.ά.).
Ο Κώστας Γραμματόπουλος είχε βραβευθεί με το A’ βραβείο στην Μπιενάλε Βενετίας 1967 και το Χρυσό Μετάλλιο στην Μπιενάλε Φλωρεντίας 1974, ενώ εκθέσεις του έγιναν στην Εθνική Πινακοθήκη και σε πολλές γνωστές γκαλερί.
«Καλλιτέχνης», έλεγε στους μαθητές του, «είναι κανείς από τη στιγμή που θα πιάσει το μολύβι στο χέρι του και σπουδαστής ως το τέλος της ζωής του».
Από τους τελευταίους κορυφαίους Έλληνες καλλιτέχνες της Γενιάς του Τριάντα, ο Κώστας Γραμματόπουλος έφυγε σε ηλικία 88 ετών, ύστερα από πολύχρονη ασθένεια.
Ακολουθεί μια σπάνια συνέντευξή του στο Βήμα:
Κύριε Γραμματόπουλε, το 1959 εγκαταλείπετε το Παρίσι και ίσως μια μεγάλη διεθνή καριέρα για να επιστρέψετε στην Ελλάδα. Επειτα από τόσα χρόνια πώς κρίνετε εκείνη την κίνησή σας;
«Βλακεία μου. Δεν το θεωρώ εξυπνάδα που γύρισα. Επρεπε να μείνω. Στο Παρίσι μου ανοίγονταν μεγάλες προοπτικές. Φυλάω ακόμα τα δημοσιεύματα των εφημερίδων της εποχής. Η Σουζάν ντι Κονέ, η τότε μεγαλύτερη γκαλερίστρια του Παρισιού, μου ζητούσε επίμονα να μείνω. “Αν σε εμπνέει τόσο πολύ η Ελλάδα, πήγαινε δύο μήνες και ξαναέλα” μου έλεγε. Δεν την άκουσα. Σηκώθηκα και έφυγα».
Τι ήταν αυτό που σας «καλούσε» στην Ελλάδα;
«Το ελληνικό τοπίο, το φως, οι θάλασσες, και ακόμα η ελληνική μυθολογία».
Κάτι πιο συγκεκριμένο;
«Το Αιγαίο. Ηταν μια πολύ μεγάλη πηγή εμπνεύσεως για μένα».
Το φως του Αιγαίου φαίνεται να βγαίνει από τα περισσότερα έργα σας…
«Η καινοτομία στη δουλειά μου και στη ζωγραφική και στην ξυλογραφία είναι η ανακάλυψη του λευκού χρώματος. Ως τότε το χρησιμοποιούσαν σε ανάμειξη μαζί με άλλα χρώματα. Εγώ το χρησιμοποιώ αυτούσιο για πρώτη φορά στην Ελλάδα και στην Ευρώπη για να εκφράσω το ελληνικό φως και το ελληνικό τοπίο».
Κύριε Γραμματόπουλε, το 1959 εγκαταλείπετε το Παρίσι και ίσως μια μεγάλη διεθνή καριέρα για να επιστρέψετε στην Ελλάδα. Επειτα από τόσα χρόνια πώς κρίνετε εκείνη την κίνησή σας;
«Βλακεία μου. Δεν το θεωρώ εξυπνάδα που γύρισα. Επρεπε να μείνω. Στο Παρίσι μου ανοίγονταν μεγάλες προοπτικές. Φυλάω ακόμα τα δημοσιεύματα των εφημερίδων της εποχής. Η Σουζάν ντι Κονέ, η τότε μεγαλύτερη γκαλερίστρια του Παρισιού, μου ζητούσε επίμονα να μείνω. “Αν σε εμπνέει τόσο πολύ η Ελλάδα, πήγαινε δύο μήνες και ξαναέλα” μου έλεγε. Δεν την άκουσα. Σηκώθηκα και έφυγα».
Τι ήταν αυτό που σας «καλούσε» στην Ελλάδα;
«Το ελληνικό τοπίο, το φως, οι θάλασσες, και ακόμα η ελληνική μυθολογία».
Κάτι πιο συγκεκριμένο;
«Το Αιγαίο. Ηταν μια πολύ μεγάλη πηγή εμπνεύσεως για μένα».
Το φως του Αιγαίου φαίνεται να βγαίνει από τα περισσότερα έργα σας…
«Η καινοτομία στη δουλειά μου και στη ζωγραφική και στην ξυλογραφία είναι η ανακάλυψη του λευκού χρώματος. Ως τότε το χρησιμοποιούσαν σε ανάμειξη μαζί με άλλα χρώματα. Εγώ το χρησιμοποιώ αυτούσιο για πρώτη φορά στην Ελλάδα και στην Ευρώπη για να εκφράσω το ελληνικό φως και το ελληνικό τοπίο».
Ωστόσο και ο καλλιτέχνης κάποια στιγμή πρέπει να μιλήσει για το έργο του, δεν νομίζετε;
«Κάποτε ένας δημοσιογράφος, στη διάρκεια μιας έκθεσής μου, με πλησίασε και με ρώτησε: “Αυτό το έργο γιατί το κάνατε;”. “Σας αρέσει;” του λέω. “Πολύ”. “Γιατί σας αρέσει;”. “Γι’ αυτό και γι’ αυτό” μου εξηγεί. “Ε, γι’ αυτό το έκανα”».
Τι αγαπάτε περισσότερο στη ζωή;
«Την τέχνη».
Τι είναι σήμερα πολιτισμός στην Ελλάδα;
«Αυτό που βλέπουμε».
Πηγές: artmag – tovima
Ετικέτες: ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ, ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Παρακαλούνται οι φίλοι της σελίδας αυτής να μη χρησιμοποιούν Βωμολοχίες στα σχόλιά τους