Ο αυταρχισμός της κυβέρνησης, τα κυβερνητικά μέτρα καταστολής της ελευθεροτυπίας και η επιχειρούμενη φίμωση των αντικυβερνητικών ΜΜΕ στην Ελλάδα, με την Κρατική Ασφάλεια να καταζητά και να προσαγάγει εκδότες και δημοσιογράφους να είναι ένα συνηθισμένο φαινόμενο, η Ελλάδα κατρακύλησε πέντε θέσεις την περασμένη χρονιά σε ζητήματα ελευθερίας του Τύπου, όπως προκύπτει από τον δείκτη που ανακοίνωσαν για το 2021 οι Δημοσιογράφοι χωρίς Σύνορα.
Η Ελλάδα λόγω της απηνούς δίωξης των δημοσιογράφων και εκδοτών έπεσε από την 65η στην 70ή θέση στην κατάταξη των 180 χωρών που διερευνά ο δείκτης ελευθερίας του Τύπου και όλα αυτά πριν από την δολοφονία του δημοσιογράφου Γ.Καραϊβάζ στην οποία πάντως γίνεται αναφορά, καθώς συνέβη σχεδόν ταυτόχρονα με την δημοσίευση της έκθεσης.
Σε ότι αφορά την Ελλάδα η έκθεση αναφέρει ότι στην χώρα υπάρχει «ένα επικίνδυνο κοκτέιλ για την ελευθερία του Τύπου».
Και το αναλύει ως εξής: «Ο περιορισμός της ελευθεροτυπίας λόγω της πανδημίας, η αστυνομική βία αλλά και η αλλοτρίωση της ανεξαρτησίας του Τύπου από την κυβέρνηση είναι χαρακτηριστικό της ελληνικής πραγματικότητας. Η κυβέρνηση της οποίας ηγείται ο Πρωθυπουργός, Κυριάκος Μητσοτάκης χορήγησε γενναιόδωρες φορολογικές εκπτώσεις στη διαφήμιση στα (σ.σ. φιλοκυβερνητικά) ΜΜΕ και θέλησε, άμεσα ή έμμεσα, να ελέγξει στενά τη ροή της πληροφόρησης ως μέρος της προσπάθειας να αντιμετωπίσει τόσο την πανδημία του κορονοιού όσο και την προσφυγική κρίση».
Η έκθεση καταγγέλλει επίσης ότι ότι «τα ερευνητικά Μέσα Ενημέρωσης ή αυτά που ασκούσαν κριτική στην κυβέρνηση, όπως το pronews.gr, είτε αποκλείστηκαν είτε έλαβαν μόνο ένα μικρό ποσοστό της διαφήμισης από «την αμφιλεγόμενη καμπάνια ενημέρωσης για τον κορονοιό ύψους 20 εκατομμυρίων ευρώ».
Έτσι «κατάφερε» η κυβέρνηση μεταξύ των 27 πλέον χωρών της Ευρωπαικής Ενωσης να καταλαμβάνει την τέταρτη θέση… από το τέλος, συγκεντρώνοντας καλύτερη βαθμολογία μόνο από την Βουλγαρία, τη Μάλτα και την Ουγγαρία και όλα αυτά, όπως είπαμε πριν την δολοφονία Καραϊβάζ.
Η κυβέρνηση καταδιώκει δημοσιογράφους και εκδότες (όσους εξακολουθούν να ακολουθούν αδέσμευτη γραμμή) σε βαθμό πολύ υψηλότερο από ότι κάνουν οι κυβερνήσεις τριτοκοσμικών χωρών όπως η Ναμίμπια, το Πράσινο Ακρωτήρι, η Γκάνα, η Μπουρκίνα Φάσο, η Μποτσουάνα, η Παπούα Νέα Γουινέα, το Τόνγκο, η Μπελίζ, η Μαδαγασκάρη, η Νιγηρία κλπ. κλπ. (δείτε εδώ την κατάταξη).
Σε επίπεδο Ευρώπης και εκτός ΕΕ κατατάσσεται υψηλότερα μόνο από χώρες όπως η Αλβανία, ή τα Σκόπια, ενώ απέχει δραματικά από τη «χρυσή» τριάδα της Νορβηγίας, της Φινλανδίας και της Σουηδίας, που κέρδισαν για ακόμα μία χρονιά τις πρώτες θέσεις της κατάταξης αναφορικά με την ελευθερία του τύπου
Στην έκθεση καταγγέλλονται οι περιορισμοί και οι απαγορεύσεις στον Τύπο με την δικαιολογία της πανδημίας η οποία «χρησιμοποιήθηκε ως αιτία αποκλεισμού των δημοσιογράφων από την πρόσβαση στην πληροφόρηση και κάλυψης των γεγονότων στο πεδίο», σημειώνεται στην έκθεση, οι συγγραφείς της οποίας αναρωτιούνται αν όλα αυτά θα αποκατασταθούν με το τέλος της πανδημίας.
Σε ότι αφορά τα φιλοκυβερνητικά ή αμιγώς κυβερνητικά ΜΜΕ, η έκθεση καταδεικνύει ότ το 59% των ερωτηθέντων σε 28 χώρες αυτά τα ΜΜΕ εσκεμμένα προσπαθούν να αποπροσανατολίσουν την κοινή γνώμη μεταδίδοντας πληροφορίες, οι οποίες γνωρίζουν ότι είναι ψευδείς.
Οι «Δημοσιογράφοι χωρίς Σύνορα» τονίζουν επίσης ότι οι συνάδελφοί τους στην Ελλάδα έπρεπε να λάβουν κυβερνητική άδεια προκειμένου να κάνουν μεταδόσεις από νοσοκομεία, ενώ την ίδια στιγμή το υπουργείο Υγείας «απαγόρευσε στο ιατρικό προσωπικό να μιλά στα ΜΜΕ».
Η διεθνής οργάνωση δεν αφήνει ασχολίαστα και τα γεγονότα που σχετίζονται άμεσα με τον ίδιο τον Πρωθυπουργό, υπογραμμίζοντας πως τον Φεβρουάριο του 2021, δόθηκε εντολή στα κανάλια της δημόσιας τηλεόρασης να μη μεταδίδουν βίντεο που κυκλοφορούσαν στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και έδειχναν τον Πρωθυπουργό να παραβιάζει τους κανόνες του lockdown».
Οι Δημοσιογράφοι χωρίς Σύνορα δεν κρύβουν την ανησυχία τους για τις πρακτικές της αστυνομίας, όταν αναφέρουν πως η αστυνομία «κατέφυγε σε βία και σε αυθαίρετες απαγορεύσεις για να εμποδίσει την κάλυψη της προσφυγικής κρίσης στα νησιά».
Ως παραδείγματα παραθέτουν δημοσιογράφους, στη Λέσβο οι οποίοι εμποδίστηκαν να καλύψουν τις συνέπειες της φωτιάς στον προσφυγικό καταυλισμό της Μόριας, καθώς και μια ομάδα Γερμανών ρεπόρτερ που συνελήφθησαν για λίγο ενώ προσπαθούσαν να καλύψουν την άφιξη νέων προσφύγων.
Στη Σάμο αναφέρουν ότι τα μέλη συνεργείου που ετοίμαζε ένα γερμανικό ντοκιμαντέρ κρατήθηκαν χωρίς να τους απαγγελθούν κατηγορίες και κακοποιήθηκαν από την Αστυνομία.
Η οργάνωση μιλά και για τη λογοκρισία ρεπορτάζ για τους νέους προσφυγικούς καταυλισμούς από την ελληνική δημόσια τηλεόραση, για την οποία σημειώνει μάλιστα πως «ελέγχεται απευθείας από τον Πρωθυπουργό, παρόλο που το ανώτατο δικαστήριο όρισε ότι αυτό είναι αντισυνταγματικό».
Στο κεφάλαια της αστυνομικής βίας κατά των δημοσιογράφων, η έκθεση αναφέρεται και στο περιστατικό παρεμπόδισης και ξυλοδαρμού φωτορεπόρτερ που κάλυπτε ένα επετειακό γεγονός στα τέλη του 2020 στην Αθήνα συμπληρώνοντας πως ο φωτορεπόρτερ οδηγήθηκε και σε σύντομη κράτηση για υποτιθέμενη παραβίαση των μέτρων για τον Covid-19 .
Η οργάνωση δεν κρύβει επίσης την ανησυχία της για τους νέους κανόνες αστυνόμευσης των διαδηλώσεων επειδή – όπως σημειώνει – καθορίζουν συγκεκριμένα σημεία για τους δημοσιογράφους.
Ευρώπη
Σε γενικές γραμμές η Ευρώπη εξακολουθεί να αποτελεί ένα από τα τελευταία προπύργια για την ελευθερία του τύπου, όπως σημειώνουν οι αναλυτές, οι οποίοι πάντως δεν παραλείπουν να επισημάνουν ότι και στη δική μας ήπειρο έχουν αυξηθεί τα περιστατικά βίας εναντίον των δημοσιογράφων, ενώ η ετερογένεια και σε επίπεδο Ευρωπαικής Ενωσης είναι όλο και πιο διακριτή.
Τόσο στην ανατολική όσο και στη δυτική πλευρά της Ευρωπης – όπως τονίζεται στην έκθεση – νέοι νόμοι, οι οποίοι περιορίζουν το δικαίωμα στην ενημέρωση έχουν διευκολύνει τις συλλήψεις και τις κρατήσεις των δημοσιογράφων με αρκετές χώρες να επιχειρούν να περιορίσουν τον αντίκτυπο της πληροφόρησης σε ευαίσθητα θέματα μεταξύ των οποιων και η πανδημία.
Οι επιθέσεις εναντίον των δημοσιογράφων και οι αυθαίρετες συλλήψεις δεν αυξήθηκαν μόνο στην Ελλάδα, η οποία βρίσκεται στην 70ή θέση του δείκτη, αλλά και στη Γερμανία (13η), τη Γαλλία (34η), την Ιταλία (41η), την Πολωνία (64η), τη Σερβία (93η) και τη Βουλγαρία (112η θέση).
Γιώργος Πλειός: Επιθέσεις, συλλήψεις και λογοκρισία το τρίπτυχο των αιτίων
Στο τρίπτυχο των παρεμβάσεων της κυβέρνησης και γενικότερα της εκτελεστικής εξουσίας μέσω των επιθέσεων εναντίον δημοσιογράφων, των συλλήψεων, αλλά και της λογοκρισίας εντοπίζει τις βασικές «πληγές» για την ελευθερία του Τύπου στην Ελλάδα, η οποία αποτυπώθηκε στην έκθεση των Δημοσιογράφων χωρίς Σύνορα, ο Γιώργος Πλειός, Καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών και πρόεδρος του Τμήματος Επικοινωνίας και ΜΜΕ του ΕΚΠΑ.
Ο κ. Πλειός τονίζει πως η εκτίμησή του ήταν ότι η Ελλάδα θα βρισκόταν φέτος ακόμα χαμηλότερα στο δείκτη των Δημοσιογράφων χωρίς Σύνορα: «Αυτό δεν έγινε πιθανότατα γιατί δεν έχουν συνεκτιμηθεί κάποια περιστατικά που έλαβαν χώρα προς το τέλος της χρονιάς. Σε κάθε περίπτωση η Ελλάδα έπεσε πέντε θέσεις στην κατάταξη. Επί δύο χρόνια το 2019 και το 2020 ήμαστε στην 65η θέση. Φέτος βρεθήκαμε εκεί που ήμαστε το 2012 και το 2013, δηλαδή σχεδόν δέκα χρόνια πίσω. Είχαν ακολουθήσει χειρότερες επιδόσεις το 2014 και μετά όταν από την Ουγκάντα μας χώριζαν λίγες θέσεις».
Μιλώντας στο «ethnos.gr», ο κ. Πλειός εκτιμά ότι οι παρεμβάσεις ήταν τριων ειδών:
Βίαιες επιθέσεις εναντίον δημοσιογράφων από κρατικά όργανα.
Συλλήψεις και προσαγωγές δημοσιογράφων, οι οποίες – όπως επισημαίνει – «εντάθηκαν μετά την καραντίνα» σε συνδυασμό με φαινόμενα παρεμπόδισης των εργαζομένων στον τύπο να φτάνουν στα σημεία των γεγονότων.
Η λογοκρισία: «Υπήρξαν αρκετά παραδείγματα εξαναγκασμού δημοσιογράφων σε παραιτήσεις καθώς επίσης και καταγγελίες για λογοκρισία σε ρεπορτάζ που επρόκειτο να παίξουν στη δημόσια τηλεόραση» υπενθυμίζει ο κ. Πλειός.
Προσθέτει επίσης ότι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα «φιλτραρίσματος» της πληροφόρησης ήταν ο τρόπος, με τον οποίο γίνονταν οι ενημερώσεις για την πανδημία: «Το πρώτο φίλτρο ήταν η απουσία των διαπιστευμένων υγειονομικών συντακτών από την αίθουσα της ενημέρωσης. Το δεύτερο είναι το γεγονός ότι ακόμα και τις ερωτήσεις τις μετέφεραν και τις υπέβαλαν υπάλληλοι του υπουργείου και όχι οι ίδιοι δημοσιογράφοι χωρίς μάλιστα να υπάρχει δυνατότητα παρέμβασης ή διευκρινίσεων. Επίσης οι ερωτήσεις είχαν αποσταλεί εκ των προτέρων, ενώ στην αίθουσα βρίσκονταν πέρυσι ουσιαστικά εκπρόσωποι της κυβέρνησης και του υπουργείου».
Αναφερόμενος στην πολυσυζητημένη «λίστα Πέτσα», ο καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών εξηγεί πως δεν είναι μεμπτό να στηρίζονται τα ΜΜΕ σε μία κρίσιμη περίοδο, όπως στηρίχθηκαν άλλες επιχειρήσεις: «Κακό είναι η υποστήριξη να γίνεται με κομματικά κριτήρια με αποτέλεσμα όσο πιο κοντά βρισκεται κάποιος στην κυβερνηση τόσο περισσοτερα να παίρνει» διευκρινίζει.
Οσο για την «εργαλειοποίηση» της πανδημίας από τις κυβερνήσεις διεθνώς την οποία αναλύει η έκθεση για την ελευθερία του τύπου, ο κ. Πλειός επισημαίνει ότι «η πανδημία χρησιμοποιήθηκε προκειμένου να κυβερνηθεί η χώρα με Πράξεις Νομοθετικού Περιεχομένου, πρακτικά με διατάγματα χωρίς προσκόμματα και διαμαρτυρίες. Το κρίσιμο είναι να μη συνηθίσουμε εμείς να μας κυβερνά κάποιος με διατάγματα», καταλήγει.