Nέα επιστημονικά δεδομένα για τη χωροθέτηση των αιολικών επενδύσεων από έρευνα που χρηματοδότησε το ίδιο το υπουργείο Περιβάλλοντος ● «Πληγή» οι αλόγιστες εγκρίσεις έργων ΑΠΕ, η αλλαγή χρήσεων γης και οι διανοίξεις δρόμων ● Στα χέρια του Κυριάκου Μητσοτάκη τα συμπεράσματα της έρευνας ● Θα ακούσει τους επιστήμονες ή τους εργολάβους;
Είναι δυνατόν οι ανεμογεννήτριες να έχουν αρνητικό αποτύπωμα στη μάχη κατά της κλιματικής αλλαγής; Μπορεί οι πλέον διαφημιζόμενες και αδρά επιδοτούμενες «πράσινες» επενδύσεις να επιδεινώνουν αντί να βελτιώνουν τους δείκτες περιβαλλοντικής προστασίας στην Ελλάδα;
Και όμως η απάντηση σε αυτά τα δύο ερωτήματα είναι «ναι». Για τον χώρο των κινημάτων κατά των βιομηχανικών ΑΠΕ η απάντηση είναι εδώ και χρόνια προφανής, ωστόσο πλέον αυτό προκύπτει και από τα αποτελέσματα έρευνας που χρηματοδότησε το ίδιο το υπουργείο Περιβάλλοντος μέσω του Οργανισμού Φυσικού Περιβάλλοντος και Κλιματικής Αλλαγής (ΟΦΥΠΕΚΑ). Για το θέμα της χωροθέτησης των αιολικών επενδύσεων με το ελάχιστο περιβαλλοντικό κόστος έχει ήδη υπάρξει διεθνής επιστημονική δημοσίευση, τα αποτελέσματα της οποίας έχουν κριθεί από την παγκόσμια επιστημονική κοινότητα. Τα ερευνητικά αποτελέσματα της δημοσίευσης, της βάσης δεδομένων και της ελληνικής σύνοψης αυτών έγιναν άμεσα διαθέσιμα στο κοινό από την ομάδα του έργου (οι σχετικοί σύνδεσμοι στο τέλος του κειμένου).
Ο τίτλος του υπό εξέλιξη έργου, που χρηματοδότησε το ΥΠΕΚΑ, είναι «ΑΣΠΗΕ και Στόχοι Βιώσιμης Ανάπτυξης: βέλτιστη προσέγγιση ως προς την κατάτμηση και την αλλαγή χρήσης γης». Η ερευνητική ομάδα της διεθνούς δημοσίευσης αποτελείται από βιολόγους και μηχανικούς με επιστημονικά υπεύθυνη την αναπληρώτρια καθηγήτρια Βασιλική Κατή από το Τμήμα Βιολογικών Εφαρμογών και Τεχνολογιών του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων.
Στον Μητσοτάκη
Οι ερευνητές κρούουν με σαφή τρόπο τον κώδωνα του κινδύνου για πολύ σοβαρές και πιθανόν μη αναστρέψιμες επιπτώσεις στα οικοσυστήματα από την αλματώδη αύξηση των εγκρίσεων αιολικών έργων στην Ελλάδα, ενώ τα συμπεράσματά τους τα έχουν υποβάλει ήδη στο υπουργείο Περιβάλλοντος. Μάλιστα για τα συμπεράσματα αυτά έχει ενημερωθεί και ο ίδιος ο Κυριάκος Μητσοτάκης στις 14 Ιανουαρίου, όπως προκύπτει από έγγραφο των μελετητών προς την Επιτροπή «Φύση» του υπουργείου Περιβάλλοντος, η οποία αποτελεί το κεντρικό επιστημονικό γνωμοδοτικό όργανο του κράτους για τα θέματα προστασίας της ελληνικής βιοποικιλότητας (το έγγραφο έχει στη διάθεσή της η «Εφ.Συν.»).
Η ενημέρωση του πρωθυπουργού για το θέμα έχει ιδιαίτερη σημασία, πέρα βεβαίως από τον θεσμικό του ρόλο, και λόγω του γεγονότος ότι η αδελφή του Κυριάκου Μητσοτάκη μόλις πριν από λίγους μήνες ανέλαβε κομβικό ρόλο στην προώθηση της αιολικής ενέργειας στην Ελλάδα. Συγκεκριμένα η Αλεξάνδρα Μητσοτάκη είναι επικεφαλής της πρωτοβουλίας «Συγκλίσεις», που χρηματοδοτήθηκε τον περασμένο Ιούνιο με 130.000 ευρώ από το Πράσινο Ταμείο, για να αναλάβει δράσεις με σκοπό «την αναστροφή του αρνητικού κλίματος που έχει δημιουργηθεί στην Ελλάδα για τα αιολικά» αλλά και να αποσοβήσει το ενδεχόμενο παραπομπής της χώρας στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο εξαιτίας παρανομιών που έχουν καταγγελθεί σε ό,τι αφορά τη χωροθέτηση των αιολικών στη χώρα μας. Τώρα με τα νέα επιστημονικά δεδομένα γίνεται κατανοητό πως με την υπάρχουσα κατάσταση ούτε η βιοποικιλότητα προστατεύεται, ούτε φυσικά πρόκειται να καμφθούν οι κοινωνικές αντιδράσεις.
Το «παράδοξο»
Οπως αναφέρεται στα συμπεράσματα της έρευνας, τα τελευταία χρόνια εμφανίζεται και στην Ελλάδα το «παράδοξο» της υπονόμευσης της βιοποικιλότητας με στόχο να επιτευχθούν οι κλιματικοί στόχοι. Οι μελετητές αναφέρουν πως για την εγκατάσταση ΑΠΕ απαιτούνται μεγάλες εκτάσεις γης, τη στιγμή που επίσης οι μεγάλες, αδιάσπαστες εκτάσεις γης είναι βασικό προαπαιτούμενο και για την προστασία των ειδών και την επίτευξη των στόχων διατήρησης της βιοποικιλότητας.
Στην έρευνα ενσωματώνονται συμπεράσματα πρωθύστερης μελέτης του ίδιου εργαστηρίου για τον καταστροφικό ρόλο της διάνοιξης δρόμων στο φυσικό τοπίο, βασικό χαρακτηριστικό των εγκαταστάσεων αιολικών σταθμών στις ελληνικές βουνοκορφές. «Η διάνοιξη δρόμων στη φύση επιφέρει αλλαγή της χρήσης γης και απώλεια βιοποικιλότητας. Η επέκταση του οδικού δικτύου σε φυσικά οικοσυστήματα είναι το έναυσμα για την αλλαγή της χρήσης γης, κάτι που επιφέρει απώλεια της βιοποικιλότητας παγκοσμίως» αναφέρεται στη έρευνα.
Ειδικά για την Ελλάδα οι μελετητές επαναλαμβάνουν το σοβαρό πρόβλημα κατακερματισμού των φυσικών οικοσυστημάτων από το οδικό δίκτυο: «Η πιθανότητα να βρισκόμαστε σε ένα χερσαίο τμήμα γης (έκτασης άνω του 1 τ.χλμ.) που να βρίσκεται πάνω από 1 χλμ. από τον πλησιέστερο δρόμο είναι μικρότερη του 5%» αναφέρουν, ενώ τονίζουν προς το υπουργείο Περιβάλλοντος και την ελληνική πολιτεία πως «οι επενδύσεις στον τομέα των ΑΠΕ, όπως τα αιολικά και φωτοβολταϊκά πάρκα, προϋποθέτουν συχνά τη διάνοιξη νέων δρόμων σε φυσικά οικοσυστήματα, εντείνοντας το πρόβλημα της αλλαγής χρήσης γης και του κατακερματισμού τους».
Οπως αναφέρεται ρητά και στη σχετική διεθνή επιστημονική δημοσίευση, η προστασία του τοπίου από την κατάτμηση αποτελεί πλέον κεντρικό πολιτικό στόχο και της Ε.Ε. καθώς η αλλαγή χρήσεων γης (ειδικά οι διανοίξεις δρόμων) είναι η πρώτη και σοβαρότερη αιτία για την απώλεια της βιοποικιλότητας, περισσότερο και από την κλιματική αλλαγή, που κατατάσσεται τρίτη σε βαθμό επικινδυνότητας. Ηδη από το 2011 η Ε.Ε. έχει θέσει ως στόχο τη μη καθαρή αύξηση της τεχνητής γης μέχρι το 2050 (no net land take), ενώ η Ελλάδα κατατάσσεται στις πρώτες θέσεις αύξησης των δρόμων και λοιπών τεχνητών επιφανειών αυξάνοντας τον κατακερματισμό οικοσυστημάτων σε μικρότερα τμήματα. Την αλλαγή χρήσεων γης θέτουν στην κορυφή των παγκόσμιων κινδύνων για το περιβάλλον τόσο η Διεθνής Ενωση Προστασίας της Φύσης (μέλος της οποίας είναι η Ελλάδα μαζί με άλλα 208 κράτη) όσο και το Παγκόσμιο Ταμείο για τη φύση (WWF). Αν και οι μελετητές τονίζουν πως αυτό είναι ένα σύνθετο πρόβλημα που αντιμετωπίζεται σε παγκόσμιο επίπεδο, εντούτοις όταν αναφέρονται με στοιχεία και αριθμούς στα ελληνικά δεδομένα περιγράφουν μια ζοφερή πραγματικότητα.
Οι αιτήσεις υπερβαίνουν κατά… 502% τον εθνικό στόχο ηλεκτροπαραγωγής
Στην έρευνα γίνεται χρήση της βάσης δεδομένων του Μαρτίου του 2020 από τη Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας σε σχέση με τις εγκατεστημένες, τις αδειοδοτημένες και τις υποβληθείσες προς έγκριση επενδύσεις αιολικών και γίνεται σύγκρισή τους με τους στόχους που έχουν τεθεί από την Ελλάδα για την κάλυψη των αναγκών ενέργειας από ΑΠΕ ώς το 2030. Σε αυτό ειδικά το πεδίο η σύγκριση είναι αποκαλυπτική. Με βάση τα στοιχεία που παρουσιάζονται στην έρευνα:
■ Ο εθνικός στόχος εγκαταστημένης ισχύος από ΑΣΠΗΕ (Αιολικούς Σταθμούς Παραγωγής Ηλεκτρικής Ενέργειας) ώς το 2030 είναι 7,05 GW. Ο στόχος αυτός είχε επιτευχθεί περίπου στο μισό (44%) τον Μάρτιο του 2020 με 260 λειτουργούντες σταθμούς παραγωγής, συνολικής ισχύος 3,11 GW.
■ Ωστόσο αν προστεθούν και οι σταθμοί για τους οποίους έχουν ήδη εκδοθεί άδειες εγκατάστασης ή βρίσκονται στο τελικό στάδιο της άδειας παραγωγής (όλοι δηλαδή οι σταθμοί που πρόκειται να ξεκινήσουν τη λειτουργία τους το επόμενο διάστημα), τότε η συνολική ισχύς φτάνει στα 8,83 GW. Υπερκαλύπτεται ήδη, δηλαδή, κατά 125% ο εθνικός στόχος του 2030.
Εκεί όμως που η εικόνα γίνεται πραγματικά δραματική είναι στην εκτίμηση των μελετητών για την εικόνα που θα έχει η χώρα αν δυνητικά λειτουργούσαν όλα τα επενδυτικά σχέδια, τα οποία βρίσκονται σήμερα στον χάρτη της ΡΑΕ. Οπως αναφέρεται, εάν τεθούν σε λειτουργία όλοι οι χερσαίοι ΑΣΠΗΕ στα διάφορα στάδια αδειοδότησης (σε αξιολόγηση, άδεια παραγωγής, άδεια εγκατάστασης, άδεια λειτουργίας), η εγκαταστημένη ισχύς στη χώρα θα αυξηθεί κατά 11 φορές ξεπερνώντας τον εθνικό στόχο κατά πέντε φορές. Στη σχετική επιστημονική δημοσίευση το ακριβές ποσοστό υπολογίζεται σε… 502%, καθώς έχουν υποβληθεί 1.838 αιτήσεις ΑΣΠΗΕ, ισχύος 35,36 GW, με περίπου 16.000 νέες ανεμογεννήτριες.
Ειδικά για τις περιοχές του δικτύου Natura τονίζεται πως η σημερινή εγκαταστημένη ισχύς είναι 0,72GW με 190 σταθμούς και περίπου 700 ανεμογεννήτριες, ενώ, εάν εγκριθούν όλες οι επενδυτικές προτάσεις, η ισχύς θα αυξηθεί κατά 17,5 φορές, με 565 επιπλέον σταθμούς και περίπου 4.800 παραπάνω ανεμογεννήτριες.
Οπως αναφέρεται ρητά στα συμπεράσματα της έρευνας, «οι επιπτώσεις της σημερινής ενεργειακής πολιτικής ανάπτυξης των επενδύσεων αιολικής ενέργειας αναμένεται να είναι ιδιαίτερα αρνητικές ως προς την αύξηση της τεχνητής γης (land take) και του κατακερματισμού, ο αναμενόμενος αντίκτυπος στη βιοποικιλότητα, στα οικοσυστήματα και στις οικοσυστημικές υπηρεσίες δεν μπορεί να υπολογιστεί, αλλά εκτιμάται πως θα είναι πολύ σοβαρός και πιθανόν μη αναστρέψιμος».
Πρόταση για ζώνη αποκλεισμού των επενδύσεων
Ως απάντηση στην υπάρχουσα κατάσταση οι μελετητές ζητούν τη δημιουργία «χερσαίας ζώνης αποκλεισμού» των επενδύσεων σε μια έκταση που περιλαμβάνει το 58,6% της χώρας, με εξαίρεση των περιοχών του δικτύου Natura 2000 και όλων των ζωνών με χαμηλό και πολύ χαμηλό βαθμό κατακερματισμού του φυσικού τοπίου (με βάση τον ευρωπαϊκό δείκτη LFI). Στην έρευνα οι μελετητές τονίζουν πως ακόμα και αν εγκριθούν μόνο οι αιτήσεις που αφορούν περιοχές εντός του υπόλοιπου 41,4% της ελληνικής επικράτειας (το οποίο ορίζουν ως «χερσαία επενδυτική ζώνη αδειοδότησης») και πάλι ο εθνικός στόχος για την παραγωγή ενέργειας από αιολικά για το 2030 υπερκαλύπτεται κατά μιάμιση φορά (10,71GW έναντι 7,05 GW του στόχου).
Οπως γίνεται κατανοητό, το σενάριο αυτό επαρκεί για να «απαντήσει» ακόμα και σε μελλοντική αύξηση του εθνικού στόχου μέχρι το 2050, ανάλογα με τις μελλοντικές πολιτικές «αναγνώσεις» της Συμφωνίας των Παρισίων αλλά και τις συνεχείς πιέσεις από το λόμπι των εταιρειών που οραματίζονται την Ελλάδα σαν μια γιγάντια «μπαταρία» για την υπόλοιπη Ευρώπη.
Από την άλλη ακόμα και το σενάριο που προτείνει η έρευνα, παρ’ όλο που διασφαλίζει τις προστατευόμενες περιοχές και τοπία υψηλής φυσικής αξίας, δεν αποκλείει τις κοινωνικές αντιδράσεις κατά των αιολικών, στόχο που υπενθυμίζεται ότι αποτελεί και βασικό μέλημα της πρωτοβουλίας «Σύγκλιση» της Αλεξάνδρας Μητσοτάκη, η οποία χρηματοδοτήθηκε αδρά από το Πράσινο Ταμείο. Οι κοινωνικές αντιδράσεις κατά των αιολικών σε όλη την Ελλάδα δεν αφορούν μόνο τις χωροθετήσεις εντός των περιοχών Natura. Προκύπτουν και από πολλούς άλλους παράγοντες, όπως η αφαίρεση ζωτικού χώρου από άλλες παραγωγικές δραστηριότητες (γεωργία, κτηνοτροφία, τουρισμός κ.ά.), από τις παραβάσεις της νομοθεσίας για τις προβλεπόμενες αποστάσεις από οικισμούς και αρχαιολογικούς χώρους και αρκετούς άλλους παράγοντες οι οποίοι δεν περιλαμβάνονται στα κριτήρια για τον καθορισμό της «επενδυτικής ζώνης» που προτείνει η ερευνητική ομάδα.
Σε κάθε περίπτωση πάντως η ελληνική πολιτεία έχει πλέον στα χέρια της ένα ντοκουμέντο που η ίδια χρηματοδότησε και αποτυπώνει το «παράδοξο» του τεράστιου περιβαλλοντικού αποτυπώματος των «πράσινων» επενδύσεων. Το ερώτημα είναι αν η κυβέρνηση, που αρνείται να ακούσει τα κινήματα, θα ακούσει έστω τα συμπεράσματα των επιστημόνων και της έρευνάς τους ή αν θα συνεχίσει να εγκρίνει αφειδώς τις αποδεδειγμένα επιβαρυντικές για το περιβάλλον, αλλά κατ’ επίφαση «φιλοπεριβαλλοντικές» επενδύσεις.
Τα στοιχεία της έρευνας
Η έρευνα εντάσσεται στο έργο με τίτλο «ΑΣΠΗΕ και Στόχοι Βιώσιμης Ανάπτυξης: βέλτιστη προσέγγιση ως προς την κατάτμηση και την αλλαγή χρήσης γης» και χρηματοδοτήθηκε από τον ΟΦΥΠΕΚΑ με ανάδοχο το Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων. Ερευνητική ομάδα: Β. Κατή, Χ. Κασάρα (Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων), Ζ. Βροντίση (ΕΚΠΑΑ) και Α. Μουστάκας (Μουσείο Φυσικής Ιστορίας Κρήτης/Πανεπιστήμιο Κρήτης).
Τα αποτελέσματα της έρευνας:
- Ελληνική σύνοψη: http://doi.org/10.13140/RG.2.2.36545.17762
- Ανοιχτή βάση χωρικών δεδομένων για Google Earth: http://dx.doi.org/10.17632/kh3fjww93t.3
- H διεθνής δημοσίευση: https://doi.org/10.1016/j.scitotenv.2020.144471