Κιτρινισμένα φύλλα και σκισμένα, γεμάτα σκόνη, λάδι και ιδρώτα! Φωνές από το Παρελθόν που ξεχαστήκαν, και κάποια μεσημέρια του Ιουλίου, με μυρωδιά από κεφτέδες
και καρπούζι…
Κοντά παντελονάκια και παπούτσια, από τα πλαστικά καφέ το χρώμα. Η αρμύρα από τη θάλασσα που φτιάχνει, στο μαύρο το κορμί σου άσπρους χάρτες και τ’ άδεια πιάτα πάνω στο τραπέζι και τα σπαστά ντιβάνια στη βεράντα!
Η βρώμα από το ντι-ντι-ντι πλανιέται(τη σιδερένια τρόμπα τη θυμάσαι;) κι ο μουσκεμένος ύπνος στα σεντόνια, με μύγες πειραχτήρια που τρομάζουν απ’ το ροχαλητό το κόντρα μπάσο! Τρίζει ο σουμιές κλειστά είναι τα παντζούρια, κοιμούνται οι “μεγάλοι” μες την κάψα, και συ γυρνάς σιγά παλιές σελίδες, σε κόσμους μαγικούς
αεροβατώντας…
Μυρίζει μούχλα η ξανθιά βασιλοπούλα, φρέσκια λαδιά στο πρόσωπο του Μίκυ, από την μελιτζάνα την τηγανητή, ίσως
Βουνά από Μίκυ Μάους στο τραπέζι, δίπλα σε ψίχουλα και σε μπουκάλια μπύρα.
Χάρμα των οφθαλμών το Μίκυ Σίτυ, και ο Ταρζάν για δες τονα πως στέκει, εκεί στο πιρουνάκι άκρη άκρη, και νατον μόλις τώρα πέφτει, βουτιά μες το ζουμί απ΄τη σαλάτα!
Κούτες μ’ ότι θελήσει το μυαλό σου, πραμάτεια θαυμαστή και μαζεμένη με κόπο και με δάκρυα και δίφραγκα κλεμμένα… Σπηλιά του Αλαντίν που μέσα αν έμπεις, τα μάτια σίγουρα με πόνο θα τα κλείσεις, γιατί για πες -θεέ μου!- πως θ’ αντέξεις, τόσες ονειροφαντασιακές σελίδες;
“Σουσάμι άνοιξε” και πάρε με μαζί σου, σε μαγικά χαλιά γοργοπετώντας, στους ώμους πάνω του τεράστιου τζίνι, και πήγαινέ με πέρα ως το Τέλος, που βρίσκεται ανύπαρχτο το “ΤΕΡΜΑ”. Το μαγαζί του Παντελή ξανά θυμάσαι, χανόσουνα και κοίταες με τις ώρες ράφια ολόκληρα και τα χιλιάδες τεύχη από περιοδικά παλιά και νέα…
Πενηνταράκι ο Μικρός ο Ήρως και δίφραγκο τα “Εικονογραφημένα”, γίνονται αλλαγές με μια δεκάρα το ‘γραφε κι η ταμπέλα από χαρτόνι “ΓΙΝΟΝΤΕ ΑΛΑΓΑΙ” και
άλλα τέτοια!
Έβγαινες κουβαλώντας τόσα τεύχη, περήφανος και ανασκουμπωμένος, γιατί ποτέ αυτές οι ιερές σελίδες δεν ήταν λάφυρα πολέμου από βόλους, γιαλένια, μουνταρία, λοταρία…
Δεν άφηνες κανέναν να τα πιάσει και τα τακτοποιούσες στη σειρά με ευλάβεια και τα διπλά τα τεύχη σ’άλλη κούτα.
Εκείνο το κοτέτσι το θυμάσαι; που στ’ άσπρισε η γιαγιά σου κι είχε στρώσει κιλίμια, κουρελούδες, μαξιλάρια;
Παλάτι των Παραμυθιών σου είχε γίνει, περιοδικά γεμάτο μέχρι πάνω κι οι αυλικοί να σε παρακαλάνε μια θέση στην Εδέμ να τους χαρίσεις!
Κιτρινισμένα φύλλα και σκισμένα, γεμάτα σκόνη, λάδι και ιδρώτα. Φωνές από το Παρελθόν που ξεχαστήκαν, και κάποια μεσημέρια του Ιουλίου με πληγιασμένα γόνατα και
νύχια μαύρα…
Να ο Γκαούρ ο μελαψός που ξεπετιέται, από τα χέρια του Γιαχάμπα για να σώσει την μαυρομάλλα Ταταμπού απ’ την Ελλάδα!!
Κι η Φούτζι Γιάμα με το Γιοκορίκο σε μουχλιασμένα υπόγεια μες τη νύχτα την Κατερίνα βασανίζουν με μανία.
Κι ανάμεσά τους θολά πλανιούνται, η Θεοδώρα, η Ειρήνη η Αθηναία, ο Όλιβερ Τουίστ κι η Χλόη που στην καλύβα μέσα είναι κρυμμένη του Μπάρμπα-Θωμά εκεί στο Νότο.
Τα όνειρα τα παλιά που παν να σβήσουν, σε μεξικάνικες ερήμους διψασμένοι, -με τον Τζιμ Άνταμς καβαλάρη- αντικατοπτρισμοί του Είναι και του Τότε!..
Κιτρινισμένα φύλλα και σκισμένα, γεμάτα σκόνη, λάδι και ίδρώτα. Φωνές από το Παρελθόν που ξεχαστήκαν, και κάποια μεσημέρια του Ιουλίου, που ξέφτισαν και πάνε για τα Πέρα, για κάπου μακριά μες στα Χαμένα…
Σαλπάρουν δυστυχώς “αυτά και άλλα τόσα” και μετανάστες πάνε για τα ΞΕΝΑ…
Εικόνες : Greek Comics
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Παρακαλούνται οι φίλοι της σελίδας αυτής να μη χρησιμοποιούν Βωμολοχίες στα σχόλιά τους