Οι Καταστροφές Των Αρχαίων Από Τους Κατακτητές - Όταν Οι Γερμανοί Έκαναν... Τουαλέτα Τον Παρθενώνα Και Οίκο Ανοχής Το Ερεχθείο
Κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο η τριπλή κατοχή (Γερμανοί, Ιταλοί και Βούλγαροι) προκάλεσε πολύ μεγάλες ζημιές στα μνημεία μας - Οι βαρβαρότητες των κατακτητών στα αρχαία της Ελλάδας
Συγκλονιστικά στοιχεία από το βιβλίο των Χρήστου Καρούζου και Μαρίνου Καλλιγά (1946) – Γερμανικά έγγραφα με οδηγίες προς τους στρατιώτες που επισκέπτονται τις ελληνικές αρχαιότητες από το βιβλίο του ακαδημαϊκού Βασίλειου Πετράκου – Αφήγηση του αείμνηστου ακαδημαϊκού Σπύρου Ιακωβίδη για το πώς «κρύφτηκαν» τα αρχαία πριν τον πόλεμο.
Μετά την ίδρυση του ανεξάρτητου ελληνικού κράτους ιδρύθηκε (1833) η Ελληνική Αρχαιολογική Υπηρεσία, που είναι η παλαιότερη στην Ευρώπη.
Επειδή η φροντίδα της ολιγομελούς κρατικής Αρχαιολογικής Υπηρεσίας δεν ήταν επαρκής, μια ομάδα λόγιων και πολιτικών ίδρυσε στις 6 Ιανουαρίου 1837 με την πρωτοβουλία του πλούσιου εμπόρου Κωνσταντίνου Μπέλιου την «Εν Αθήναις Αρχαιολογική Εταιρία», η οποία είχε ως σκοπό την ανεύρεση, αναστήλωση και συμπλήρωση των αρχαίων μνημείων.
Τα αρχαία κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο
Στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο τα αρχαία της Ελλάδας δεν έπαθαν σημαντικές καταστροφές. Αντίθετα κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο η τριπλή κατοχή (Γερμανοί, Ιταλοί και Βούλγαροι) προκάλεσε πολύ μεγάλες ζημιές στα μνημεία μας. Από τις 18 Ιουνίου 1940 ο υφυπουργός Παιδείας Ν. Σπέντζας ανακοίνωνε ότι απαγορεύεται η χορήγηση κανονικών αδειών στους υπαλλήλους του Υπουργείου. Βέβαια, αυτό ίσχυε για όλους τους δημόσιους υπαλλήλους. Στις 17 Ιουνίου ο Petain ζήτησε από ραδιοφώνου ανακωχή από τους Γερμανούς, ενώ στις 18 Ιουνίου 1940 ο Σαρλ ντε Γκολ ανήγγειλε από το BBC ότι θα συνεχίσει τον πόλεμο. Ως τις 28 Οκτωβρίου 1940 η Ελλάδα δεν είχε προβεί σε καμία κίνηση προστασίας των αρχαίων. Τότε αποφασίστηκε να διαλυθούν τα μουσεία και να εξασφαλιστούν τα εκθέματα με τέτοιον τρόπο ώστε να μην κινδυνεύουν από τους αεροπορικούς βομβαρδισμούς ακόμη και από ενδεχόμενη κατάληψη της Ελλάδας από τις δυνάμεις του Άξονα. Με εγκύκλιό του στις 11 Νοεμβρίου 1940 το Υπουργείο Παιδείας, έδωσε στους εφόρους λεπτομερείς οδηγίες για τον τρόπο προστασίας των αρχαίων. Ο συντονισμός όλης αυτής της διαδικασίας ανατέθηκε στον καθηγητή της αρχαιολογίας και γραμματέα της Αρχαιολογικής Εταιρείας Γεώργιο Οικονόμο. Οι εργασίες, που διήρκεσαν από τις 28 Οκτωβρίου 1940 ως τον Μάιο του 1941, έγιναν με τη βοήθεια των φυλάκων αρχαιοτήτων, των λίγων τεχνιτών της υπηρεσίας, των εργατών, ενώ στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο συμμετείχαν λίγοι ξένοι αρχαιολόγοι (ο Άγγλος Alan Wace και ο Γερμανός Otto Walter), καθώς και νεαροί Έλληνες αρχαιολόγοι ή φοιτητές αρχαιολογίας.
Ανάμεσα στους τελευταίους ήταν και ο αείμνηστος αρχαιολόγος και ακαδημαϊκός Σπύρος Ιακωβίδης (1923 – 2013), ο οποίος μόλις είχε εισαχθεί στο πανεπιστήμιο. Η αφήγησή του στη Βίκυ Φλέσσα στην εκπομπή «Στα Άκρα» είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα. Νομίζουμε ότι αξίζει να παρακολουθήσετε τα πρώτα 15’ του βίντεο για να μάθετε πώς κατάφερναν κάτω από αντίξοες συνθήκες οι αρχαιολόγοι και όλοι υπόλοιποι να συσκευάσουν και να κρύψουν τα αρχαία σε τοποθεσίες που γνώριζαν πολύ λίγοι.
Η μνημειώδης εργασία των Καλλιγά – Καρούζου για τις αρχαιότητες
Με υπουργική απόφαση της 15ης Φεβρουαρίου 1943, ανατέθηκε στους Χ. Καρούζο, Ι. Μηλιάδη, Γ. Ανδρουτσόπουλο, Ν. Ζαφειρόπουλο και Μ. Καλλιγά, εργασία για την καταγραφή των ζημιών, κλοπών, παράνομων ανασκαφών και διαρπαγών αρχαιοτήτων. Η εργασία αυτή όμως ολοκληρώθηκε από τους Χ. Καρούζο και Μ. Καλλιγά που επωμίστηκαν το μεγαλύτερο έργο, παρά τις αντιξοότητες.
Εκτός από όλα τ’ άλλα, είχαν ν’ αντιμετωπίσουν και τις γερμανικές Αρχές, οι οποίες αρχικά με τον αρχαιολόγο Dr von Schonebeck και στη συνέχεια με τον καθηγητή Kraiker, πίεζαν την Ελληνική Αρχαιολογική Υπηρεσία, άλλοτε για να προστατεύσουν αρχαιοκάπηλους, άλλοτε για να καλύψουν καταστροφές που είχαν προκληθεί από στρατιωτικούς, άλλες φορές για να μπορέσει το ελληνικό κράτος να παρακολουθήσει τυχαία ανεύρεση αρχαίων και τη διενέργεια στρατιωτικών εργασιών και άλλοτε για να αρνηθούν στο ελληνικό κράτος το δικαίωμα της άσκησης κυριότητας επί των μη ανασκαμμένων αρχαιοτήτων.
Οι Καρούζος και Καλλιγάς, παρουσίασαν το 1946 τα αποτελέσματα των κοπιωδών ερευνών τους, σ’ ένα τόμο με τίτλο «ΖΗΜΙΑΙ ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΩΝ ΕΚ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ ΚΑΙ ΤΩΝ ΣΤΡΑΤΩΝ ΚΑΤΟΧΗΣ». Στην σημαντική αυτή εργασία, των 150 και πλέον σελίδων, υπάρχουν λεπτομερέστατες αναφορές για φθορές κλπ. στα αρχαία μνημεία μας, από την Ακρόπολη έως και μικρές εκκλησίες επαρχιακών πόλεων! Πραγματικά, το έργο τους ήταν αξιοθαύμαστο και πολύτιμο! Βέβαια, είναι αδύνατο να μεταφέρουμε εδώ όλα όσα περιέχονται στην έρευνα των Καλλιγά – Καρούζο.
Μάλιστα, για να κάνουν πιο εύκολο το έργο των αναγνωστών, χώρισαν τις «παρανομίες» των κατακτητών σε επτά «κατηγορίες», τις εξής:
α) Κλοπές, β) Αυθαίρετες ανασκαφές γ) Καταστροφές σε αρχαιολογικούς τόπους και ιστορικά μνημεία, ανεξάρτητα από τις κλοπές και τις ανασκαφές, δ) Ζημιές από πολεμικές ενέργειες, ε) Υλικές ζημιές σε αντικείμενα που ανήκαν στην Αρχαιολογική Υπηρεσία που δεν είχαν αρχαιολογική αξία, Στ) Προστασία μέσω των αρχαιοτήτων, δηλαδή εγκατάσταση στρατιωτικών τμημάτων μέσα ή κοντά σε αρχαιολογικά μνημεία για να προστατευτούν και σε περίπτωση καταστροφής των αρχαιοτήτων να χρεωθούν τις ζημιές οι Έλληνες ή οι σύμμαχοι και ζ) Αυθαιρεσίες και βαναυσότητες κατά νόμων, προσώπων και πραγμάτων.
Οι καταστροφές των αρχαίων από τους κατακτητές
Η πόλη που τα μνημεία της χτυπήθηκαν πρώτα ήταν η Καστοριά. Σε βομβαρδισμό των Ιταλών στις 11 Νοεμβρίου 1940 χτυπήθηκαν και έπαθαν σοβαρές ζημιές η Παναγία Κουμπελίδικη και το Κουρσούμ τζαμί. Σύμφωνα με τον Έκτακτο Επιμελητή Αρχαιοτήτων Καστοριάς, στόχος των Ιταλών ήταν το διδακτήριο του Γυμνασίου αρρένων, αλλά, όπως γράφει ο Βασίλειος Πετράκος, κατά τη γνωστή ευθυβολία των Ιταλών χτυπήθηκαν τα μνημεία.
Στα μετόπισθεν ,στις αρχές τουλάχιστον του πολέμου χρησίμευαν ως καταφύγια και τα μνημεία. Από τον Νοέμβριο του 1940 είχαν εγκατασταθεί στον Άγιο Γεώργιο (Ροτόντα της Θεσσαλονίκης) για να προφυλαχθούν κάτω από τα τόξα του πολλοί περίοικοι. «Οι περίοικοι αυτοί εγκατασταθέντες εις αυτά μετά των αποσκευών των, τα μετέβαλαν εις κατοικίας των επί πλέον δε άγνωστοι ελευθέρως περιεργάζονται τα εν τω μουσείω αντικείμενα, τα οποία υπόκεινται εις κλοπήν και παντός είδους ασχημίας (Β. Πετράκος «ΤΑ ΑΡΧΑΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΠΟΛΕΜΟ 1940-1944»).
Ας δούμε τώρα και τις κυριότερες αναφορές από τη μνημειώδη εργασία των Καρούζου – Καλλιγά.
Στο Γερμανικό Αρχαιολογικό Ινστιτούτο της Αθήνας, βρέθηκαν γεωμετρικά ξύλινα αντικείμενα μέσα σε γυάλινο δοχείο γεμάτο υγρό. Επισήμως, ήταν άγνωστο από πού προέρχονται, ωστόσο μάλλον είχαν κλαπεί απ’ το μουσείο της Σάμου.
Γερμανοί αξιωματικοί προμηθεύτηκαν αρχαία κεφαλή γυναίκας (4ος π.Χ. αι) και τη δώρισαν στον Στρατάρχη List. Κακώς την προμηθεύτηκαν και κακώς ο List την εξήγαγε από την Ελλάδα.
Στις 9 Νοεμβρίου 1941, κλάπηκε στον Κεραμεικό παρουσία του Γερμανού αρχαιολόγου Getaner και άλλων Γερμανών, πίνακας γραπτός, μελανόμορφος, εξαιρετικής τέχνης (διαστάσεις 0,245x0,167).
Μορφωμένοι Γερμανοί αξιωματικοί, μετά από λεπτομερή μελέτη του μουσείου της Ελευσίνας, έσπασαν το τζάμι παραθύρου αποθήκης του μουσείου και με ειδικά διαμορφωμένο κοντάρι αφαίρεσαν αγγεία και ειδώλια από αυτή. Όταν έγιναν αντιληπτοί, έφυγαν με μοτοσικλέτα.
Στις διαμαρτυρίες της ελληνικής πλευράς, δόθηκε η παρακάτω απάντηση (27/2/1941).
«Η συγκεκριμένη περίπτωση δεν πρέπει να θεωρηθεί κλοπή με την οποία θα πλούτιζαν οι δράστες. Αυτό προκύπτει από το γεγονός ότι πρόκειται για μορφωμένους ανθρώπους που έχουν ενδιαφέρον για την ελληνική αρχαιότητα, το οποίο συμπεραίνεται ότι γνώριζαν αγγλικά (σημ: είχαν και proficiency;) και έκαναν χρήση του οδηγού που ήταν γραμμένος στα αγγλικά. Προφανώς θα είχαν την πρόθεση ν’ αποκομίσουν ένα ενθύμιο».
Δηλαδή, όποιος είναι λάτρης της αρχαίας Ελλάδας και ξέρει αγγλικά, μπορεί να αρπάζει ότι θέλει από τα ελληνικά μουσεία, κατά τον Γερμανό Kraiker που υπογράφει την παραπάνω γελοία απάντηση…
Ο Γερμανός αρχαιολόγος G. Welter, τον Αύγουστο ή τον Σεπτέμβριο του 1941, μετέφερε από την Αίγινα 4 ή 5 κιβώτια γεμάτα αρχαία ευρήματα. Είναι άγνωστο τι περιείχαν, καθώς ο συγκεκριμένος έκανε ανασκαφές στο νησί για χρόνια.
Στο Μουσείο της Θήβας, στις 29 Απριλίου 1941, οι Γερμανοί έκαναν διάρρηξη και έκλεψαν πολλά αρχαία αντικείμενα, ενώ σε άλλα προκάλεσαν φθορές.
Στις 13 Μαΐου 1941, στη Χαιρώνεια, Γερμανοί στρατιώτες άρπαξαν πολύτιμα αρχαία αντικείμενα. Σε ανακρίσεις που ακολούθησαν τρομοκρατώντας τους μάρτυρες, τους ανάγκασαν να πουν ότι οι κλοπές δεν έγιναν από Γερμανούς, πράγμα ανακριβές, καθώς ένα από τα κλεμμένα αρχαία, βρέθηκε στον καταυλισμό των Γερμανών.
Υπήρχαν περιοχές, όπως το Άργος και η Λακωνία, που Γερμανοί αρχαιολόγοι έκαναν ανασκαφές στην Κατοχή, φέρνοντας στην επιφάνεια πολλά αρχαία ευρήματα. Ιδιαίτερα, στο Κουφόβουνο της Λακωνίας βρέθηκαν οικισμοί της λίθινης εποχής.
Πολλά αρχαία ευρήματα των οικισμών αυτών, μεταφέρθηκαν στη Γερμανία.
Στις 31 Μαΐου 1944, οπλισμένοι Γερμανοί στρατιώτες εμφανίστηκαν αιφνιδιαστικά στο Μουσείο της Θεσσαλονίκης και αφαίρεσαν μαρμάρινο άγαλμα γυναίκας, που είχε βρεθεί στην Πλατεία Δικαστηρίων κατά την κατασκευή ορυγμάτων. Ισχυρίστηκαν ότι θα το μετέφεραν σε ασφαλές αντιαεροπορικό καταφύγιο, ωστόσο εντοπίστηκε στη Βιέννη!
Πολλές ήταν οι ζημιές στη Σάμο, όπου εκτός από τις κλοπές των Γερμανών, οι βομβαρδισμοί του Πασχάλειου Μουσείου και του Δημαρχείου Τηγανίου όπου φυλάσσονταν αρχαιότητες, προκάλεσαν πολλές καταστροφές.
Στη Μήλο, στη θέση Κοντύλι, κοντά στη Φυλακωπή, βρέθηκαν περίπου 20 άθικτοι τάφοι, πλούσιοι σε πέτρινα και πήλινα διακοσμημένα κτερίσματα. Όλα αυτά, τα παραλάμβαναν ο Λοχαγός Vollnhals Rudolf, με τον υπηρέτη του Gefreiter Muller Joseph, ο οποίος τα συγκολλούσε και τα τακτοποιούσε.
Όλα αυτά, τοποθετήθηκαν σε 4 μεγάλα κιβώτια. Ο Λοχαγός χάρισε στον Στρατηγό Speidel που επισκέφθηκε τη Μήλο κάποια από τα ευρήματα, μετά από υπόδειξη του αρχαιολόγου Wilhelm Kraiker που συνόδευε τον Στρατηγό.
Στο Καστέλλι Κισσάμου, έγιναν στις 31 Ιουλίου και στις 23 Νοεμβρίου 1943 αρπαγές δεκάδων αρχαιοτήτων, όπως και στην Κνωσό (από τον Στρατηγό Ringel).
Δεν είχαν όμως μόνο στα αρχαία… αδυναμία οι Γερμανοί.
Είναι χαρακτηριστικό, ότι έκλεψαν παλαιά βιβλία και άλλα κειμήλια από τις Μονές Μολυβδοσκέπαστου και Βελλάς του νομού Ιωαννίνων, οι οποίες χτίστηκαν στα βυζαντινά χρόνια.
Περνάμε τώρα στους Ιταλούς. Στην περιοχή της Βραυρώνας βρέθηκε κατά την κατασκευή οχυρωματικών έργων επιτύμβιο ενεπίγραφο ανάγλυφο, το οποίο κράτησε ο επικεφαλής Ιταλός αξιωματικός (Υπολοχαγός). Αργότερα το πούλησε και αγνοείται η τύχη του.
Στη Δήλο οι Ιταλοί έκαναν μία από τις μεγαλύτερες κλοπές αρχαίων κατά την Κατοχή. Πρωταγωνιστής της ενέργειάς τους αυτής, ήταν ο (Ιταλός) Στρατιωτικός Διοικητής Κυκλάδων Τζοβάνι Δούκα. Στις 6 Σεπτεμβρίου 1941, πήγε στη Δήλο με βοηθητικό πολεμικό πλοίο, μαζί με έξι αξιωματικούς και έξι στρατιώτες και όπως γράφει ο Αντώνιος Κεραμόπουλλος, ενώ οι αξιωματικοί λεηλατούσαν τις προθήκες του μουσείου οι στρατιώτες άνοιξαν τα συρτάρια του τραπεζιού στο οποίο βρισκόταν τα χρήματα από τα εισιτήρια και πήραν περίπου 1.500 δραχμές… Το ιστιοφόρο «Ευαγγελίστρια», είχε την ατυχία λόγω βλάβης, να βρίσκεται αγκυροβολημένο στη Δήλο όταν οι Ιταλοί προέβαιναν στις κλοπές, τις οποίες και βρίσκουμε στο Ημερολόγιό του. Όμως οι Ιταλοί δεν έμειναν στο μουσείο.
Υπαξιωματικοί και ναύτες, όρμησαν στην «Ευαγγελίστρια», και αφού διέρρηξαν όλα τα διαμερίσματα του πλοίου, άρπαξαν δύο καμινέτα θέρμανσης, τριάντα κλειδιά τύπου Bolinder, μια τανάλια, τρεις πένσες, δύο φύλλα παρμενίτη, δέκα οκάδες στουπί άσπρο, ένα ορειχάλκινο κουτί με διάφορα ανταλλακτικά και δύο κλινοσκεπάσματα από το διαμέρισμα του κυβερνήτη. Στη συνέχεια αναχώρησαν για τη Σύρο…
Από τη Μονή Αγίου Στεφάνου στα Μετέωρα, οι Ιταλοί άρπαξαν όλα τα τιμαλφή, ιερά σκεύη και έπιπλα. Από τη Μονή Αγίας Τριάδας των Μετεώρων, αφαιρέθηκαν εικονίσματα, χειρόγραφα και σκεύη. Παραβιάστηκε η κρύπτη και αφαιρέθηκαν αντικείμενα, ενώ τμήμα του εικονοστασίου καταστράφηκε.
Ο Ιταλός στρατιωτικός Διοικητής Σίφνου, πήγε στο σπίτι του Μ. Μοσχούτη όπου φυλάσσονταν τα ευρήματα των αγγλικών ανασκαφών (1935-1940) και αφαίρεσε τα πολυτιμότερα από αυτά, όπως και τους περιγραφικούς καταλόγους με τις φωτογραφίες τους, έτσι ώστε να μην μπορούν να εντοπιστούν. Σε ανάλογες κλοπές προέβησαν ο Υπολοχαγός Μαρσίλιο Λοτέντζο και ο Ανθυπολοχαγός Τζίνο Περόνι. Αυτοί συνοδεύονται από τον Ροδίτη Μιχαήλ Μαλτέζο του Νικολάου, υπάλληλο του τελωνείου του «νησιού των ιπποτών». Πριν κατηγορήσουμε τον Μαλτέζο, ας σκεφτούμε ότι τα Δωδεκάνησα βρίσκονται για 30 χρόνια κάτω από ιταλική κατοχή και ίσως εξαναγκάσθηκε να ακολουθήσει τους Ιταλούς.
Η πόλη που υπέστη τα περισσότερα δεινά από τους Ιταλούς, όσον αφορά το θέμα των κλοπών των αρχαίων, ήταν η Ιεράπετρα. Ο Ιταλός αξιωματικός Renieri, προερχόμενος από τη Ρόδο, είχε φτιάξει συλλογή αρχαίων που είχαν βρεθεί τυχαία σε στρατιωτικές εργασίες (σφραγιδόλιθους, νομίσματα, αγγεία, χάλκινα αντικείμενα). Με διαταγή του στρατιωτικού διοικητή της πόλης, οι Ιταλοί στρατιώτες που έφτασαν στην Ιεράπετρα στρατωνίστηκαν στο μουσείο της! Όχι μόνο δεν προστάτευσαν τα αρχαία, αλλά έκλεψαν περίπου 100 αντικείμενα!
Για τους Βούλγαρους, γράφει ο Βασίλειος Πετράκος:
«Αρκετές βλάβες και καταστροφές έκαμαν με την κατασκευή κυρίως οχυρωμάτων στη Μυκηβέρνα, την Αμφίπολη, τους Φιλίππους, τα Νέα Μουδανιά, τη Σαμοθράκη Συστηματικά όμως επιδόθηκαν στην αρπαγή αρχαίων από το χωριό Μαργαρίτα, τη Συλλογή Κομοτηνής, τη Συλλογή της Μαρώνειας, από τους Φιλίππους, το Μουσείο Καβάλας, τη Θάσο, τη Σαμοθράκη, καθώς και βυζαντινών εικόνων και κειμηλίων από τη Μητρόπολη των Σερρών και τη Μονή Προδρόμου. Ορισμένες από τις αρπαγές τους είχαν πολιτικό κίνητρο. Αφαίρεσαν λ.χ. δύο μεγάλα μάρμαρα του στυλοβάτη της παλαιοχριστιανικής βασιλικής Β των Φιλίππων, στα οποία ήσαν χαραγμένες οι λεγόμενες πρωτοβουλγαρικές επιγραφές, καθώς και το κιονόκρανο που το στόλιζαν κεφάλια κριαριών. Το 1947 η Βουλγαρία απέδωσε και τα τρία.
Τα αίσχη των κατακτητών στην Ακρόπολη
Αναφέραμε ενδεικτικά μερικές από τις λεηλασίες και τις καταστροφές των κατακτητών στις ελληνικές αρχαιότητες. Και να φανταστεί κανείς, ότι είχαν εκδοθεί και φυλλάδια με κανόνες συμπεριφοράς για τους στρατιώτες, τα οποία παραθέτει ο Βασίλειος Πετράκος. Φυσικά, οι Γερμανοί στρατιώτες δεν εφάρμοσαν κανέναν από τους κανόνες αυτούς.
Εκείνο όμως που προκαλεί οργή και αηδία, ήταν όλα όσα έγιναν στην Ακρόπολη, κυρίως από τους Ιταλούς.
Το (παλαιό) Μουσείο της Ακρόπολης, είχε «αδειάσει» από αρχαία ευρήματα. Οι Ιταλοί εγκαταστάθηκαν σε αυτό και εκεί μαγείρευαν, έπλεναν τα ρούχα τους, ενώ διασκέδαζαν με ραδιόφωνα! Στην Ακρόπολη άναβαν φωτιές, προκαλώντας ρύπανση των μνημείων. Ιταλοί στρατιώτες, ουρούσαν και αφόδευαν συστηματικά στον Παρθενώνα και στα Προπύλαια.
Ιταλοί στρατιώτες φωτογραφίζονταν αγκαλιά με τις Καρυάτιδες ενώ σε πολλά μνημεία χάραζαν τα ονόματά τους, τους τόπους καταγωγής τους κλπ.
«Συχνά Ιταλοί στρατιωτικοί συνουσιάζοντο μετά γυναικών και ανδρών επί της Ακροπόλεως», αφήνοντες ίχνη της διαβάσεώς των» (Μ. Καλλιγάς – Χ. Καρούζος).
«… οι ομαδικές ερωτικές συναντήσεις των ξένων στρατιωτών μέσα στα μνημεία, μάλιστα στο κάπως προφυλαγμένο από τα βλέμματα Ερέχθειο, αποτελούσαν καθημερινά περιστατικά ενός αδιεξόδου κατάλυσης κάθε κανόνα» (Βασίλειος Πετράκος).
Τραγικά είναι επίσης μερικά ακόμα περιστατικά:
Οι Γερμανοί, εγκαταλείποντας την Αθήνα (Οκτώβριος 1944 πυροβόλησαν στον Κεραμεικό και ακρωτηρίασαν το ανάγλυφο του Χάρωνα. Χρησιμοποίησαν το μεσαιωνικό κάστρο του Ορχομενού ως πεδίο βολής πυροβολικού και κατεδάφισαν το δυτικό τείχος. Γερμανικά αεροπλάνα βομβάρδισαν τη μονή Οσίου Λουκά (1942). Στις Μυκήνες πυροβολούσαν για ψυχαγωγία τους λέοντες της πύλης και κατρακυλούσαν ογκόλιθους καταστρέφοντας τον περίβολο. Προκάλεσαν σημαντικές φθορές στον θησαυρό του Ατρέα, καθώς προσπαθούσαν να αποσπάσουν τους χάλκινους ήλους. Στην Τίρυνθα κατασκεύασαν αντιαεροπορικό καταφύγιο στον αρχαιολογικό χώρο, άνοιξαν τάφρους στην ακρόπολη και έχτισαν πυροβολείο στη δυτική αυλή. Από τις εκρηκτικές ύλες κατέρρευσε η είσοδος. Τεράστιες ζημιές προκάλεσαν και στην Ολυμπία, το αγαπημένο μέρος του Χίτλερ… Στο Σούνιο, χρησιμοποίησαν αρχιτεκτονικά μέλη του ναού του Ποσειδώνα για ανέγερση παρατηρητή και πολυβολείων, συντρίβοντας πολλά μάρμαρα. Πυρπόλησαν τη μονή Προυσού, ενώ μετέτρεψαν το μουσείο Λιβαδειάς σε συνεργείο επισκευής ποδηλάτων… (Κυριάκος Σιμόπουλος).
Η άλλη πλευρά – Τρεις Άγγλοι κι ένας Αμερικανός αρχαιολόγος
Υπάρχουν όμως δύο όψεις σε κάθε νόμισμα. Θα αναφερθούμε σε τρεις Άγγλους αρχαιολόγους, που έχασαν τη ζωή τους στον πόλεμο κι έναν Αμερικανό, με σημαντική προσφορά στην Ελλάδα.
Στις 22 ή στις 24 Μαΐου 1941, σκοτώθηκε (στη μάχη της Κρήτης), ο John Devitt Stringfellow Pendfebury διευθυντής των ανασκαφών στην Κνωσό (1929-1934).
Τον Ιούνιο του 1944, σκοτώθηκε σε αεροπορικό δυστύχημα, σε ταξίδι προς την Αίγυπτο, ο Stanley Cason, με σημαντικό αρχαιολογικό έργο στην Ελλάδα.
Τον Αύγουστο του 1944, σκοτώθηκε στην Ήπειρο ο David John Wallace, μαθητής της Αγγλικής Αρχαιολογικής στην Ελλάδα (1937-39) και Ακόλουθος Τύπου στη χώρα μας (1939-41).
Οι συνάδελφοί τους, αφιέρωσαν στους τρεις αρχαιολόγους το παρακάτω επίγραμμα:
«Αΐδαν στέρξαντες ενόπλιον, ουχ, άπερ άλλοι,
Στάλαν, αλλ’ αρετάν αντ’ αρετάς έλαχον».
Τέλος, ο Αμερικανός αρχαιολόγος Rodney S. Young, μέλος της Αμερικανικής Αρχαιολογικής Σχολής, με την έκρηξη του πολέμου, με αμερικανικά χρήματα αγόρασε ένα ασθενοφόρο το οποίο πρόσφερε στον Ελληνικό Ερυθρό Σταυρό.
Το οδηγούσε ο ίδιος και μετέφερε τραυματίες από τα πεδία των μαχών στα διάφορα ιατρεία. Σε μία από τις παράτολμες αποστολές του, τραυματίστηκε σοβαρά.
Η άγνωστη κλοπή της σημαίας των SS από την Ολυμπία
Για το κατέβασμα της γερμανικής σημαίας από την Ακρόπολη, τη νύχτα της 30ης προς 31η Μαΐου 1941, από τους αείμνηστους Μανόλη Γλέζο και Απόστολο Σάντα, έχουν γραφτεί πολλά. Το γεγονός, επιβεβαιώνει με έγγραφο που παρουσιάζουμε ο Γερμανός Φρούραρχος Αθηνών (31/5/1941).
Είναι όμως σχεδόν άγνωστο, ότι ανάλογη πράξη έγινε και στην αρχαία Ολυμπία το καλοκαίρι του 1941. Γράφει χαρακτηριστικά ο Γερμανός πρέσβης στην Ελλάδα Günther Altenburg στον πρωθυπουργό Τσολάκογλου (3/8/1941):
«Κύριε Πρόεδρε. Μόλις πληροφορούμαι ότι εις τον χώρον των ανασκαφών της Ολυμπίας, δια την οποίαν ως γνωστόν ο Φίρερ επιδεικνύει εξαιρετικόν ενδιαφέρον, εκλάπη εκ του ιστού η υπηρεσιακή σημαία. Πληρέστεραι λεπτομέραιαι δεν μοι περιήλθον εισέτι…».
Τι έγιναν τα αρχαία μετά τον Πόλεμο;
Κάποια από τα αρχαία που κλάπηκαν και εκπατρίστηκαν επιστράφηκαν στην Ελλάδα. Ο αείμνηστος αρχαιολόγος Σπυρίδων Μαρινάτος (1901-1974), έλαβε τον βαθμό του Ταγματάρχη και αναζήτησε σε όλη την Ευρώπη κλεμμένες ελληνικές αρχαιότητες. Κατάφερε να φέρει πίσω πολλές από αυτές. Υπήρχε λεπτομερής καταγραφή από ελληνικής πλευράς εκείνων που είχαν διαπράξει τις αρχαιοκαπηλίες.
Ακόμα και οι αριθμοί των πινακίδων των αυτοκινήτων με τα οποία φυγαδεύονταν τα αρχαία, είχαν καταγραφεί!
Δυστυχώς, κάποια έμειναν στο εξωτερικό και ιδιαίτερα στη Γερμανία, η οποία αν και προκάλεσε τεράστιες καταστροφές στη χώρα μας, τολμά να μας κουνά το δάχτυλο και να επιπλήττει, με κάθε ευκαιρία, την Ελλάδα…